θαρρεύω

θαρρεύω
αμετ.
1) набираться храбрости, осмеливаться, отваживаться; 2) приходить в себя, приободряться, собираться с духом; 3) думать, полагать, считать;

θαρρεύομαι — доверять (кому-л.), полагаться (на кого-л.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θαρρεύω" в других словарях:

  • θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • θαρρεύω — θάρρεψα, εύτηκα, θαρρεμένος 1. παίρνω θάρρος: Πολύ θάρρεψες τώρα τελευταία. 2. νομίζω: Τι θάρρεψες; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθάρρευτος — η, ο ο αθάρρεττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θαρρεύω. ΠΑΡ. αθαρρεψιά] …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] …   Dictionary of Greek

  • θάρρεμα — το [θαρρεύω] 1. ενθάρρυνση, τόλμη 2. αντίληψη, ιδέα, γνώμη …   Dictionary of Greek

  • θάρρισμα — θάρρισμα, τό (Μ) το θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαρρεύω ή θαρρώ κατά τα παρ. τών ρημάτων σε ίζω (πρβλ. χάρισμα < χαρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • θαρρεσιά — η [θαρρεύω] θάρρος, τόλμη …   Dictionary of Greek

  • θαρρευτός — ή, ό [θαρρεύω] θαρρετός …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»