θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — θάρρεψα, εύτηκα, θαρρεμένος 1. παίρνω θάρρος: Πολύ θάρρεψες τώρα τελευταία. 2. νομίζω: Τι θάρρεψες; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθάρρευτος — η, ο ο αθάρρεττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θαρρεύω. ΠΑΡ. αθαρρεψιά] … Dictionary of Greek
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
θάρρεμα — το [θαρρεύω] 1. ενθάρρυνση, τόλμη 2. αντίληψη, ιδέα, γνώμη … Dictionary of Greek
θάρρισμα — θάρρισμα, τό (Μ) το θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαρρεύω ή θαρρώ κατά τα παρ. τών ρημάτων σε ίζω (πρβλ. χάρισμα < χαρίζω)] … Dictionary of Greek
θαρρεσιά — η [θαρρεύω] θάρρος, τόλμη … Dictionary of Greek
θαρρευτός — ή, ό [θαρρεύω] θαρρετός … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek